- αεράγημα
- το, -ατοςτμήμα στρατού που μεταφέρεται σ' έναν τόπο με αεροπλάνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεράγημα — το αεροκίνητο συγκρότημα, το οποίο περιλαμβάνει τμήματα αλεξιπτωτιστών και στοιχεία από όλα τα όπλα, που μεταφέρονται με αεροπλάνα, ανεμόπτερα ή ελικόπτερα … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek